- Πρίσκου
- Πρίσκοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βακχιάδαι/-ες — Γένος αρχόντων της Κορίνθου, που κατάγονταν από τον Βάκχι. Αρχικά το πολίτευμα των Β. ήταν βασιλικό (9ος–7ος αι. π.Χ.), έπειτα ολιγαρχικό (με ετήσιο Β. πρύτανη) έως το 657 π.Χ. Λέγεται πως οι Β. αποίκισαν την Κέρκυρα και τις Συρακούσες… … Dictionary of Greek
Λεύκιος Ουίρος ή Βέρος — (Lucius Verus, 130 – 169 μ.Χ.). Ρωμαίος συναυτοκράτορας με τον Μάρκο Αυρήλιο (161 169 μ.Χ.). Ήταν γιος του Λεύκιου Αιλίου και θετός γιος του αυτοκράτορα Αντωνίνου του Ευσεβούς, όπως και ο Μάρκος Αυρήλιος. Σε αντίθεση με τον συναυτοκράτορά του, ο… … Dictionary of Greek
Μαυρίκιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε μαζί με εβδομήντα στρατιώτες επί Μαξιμιανού στην Απαμεία. Η μνήμη του τιμάται στις 27 Δεκεμβρίου. 2. Ένας από 45 μάρτυρες που μαρτύρησαν στη Νικόπολη της Αρμενίας επί Λικινίου (307 323). Η … Dictionary of Greek
Σέρβιος Τύλλιος — Μυθικός βασιλιάς της Ρώμης, διάδοχος του Ταρκύνιου Πρίσκου, που στα ανάκτορά του είχε ανατραφεί σαν δούλος. Η βασιλεία του υπήρξε ήπια και του αποδίνονται αρκετά δημόσια έργα και συνταγματικές μεταρρυθμίσεις. Λέγεται ότι δολοφονήθηκε … Dictionary of Greek
ИУСТИН ФИЛОСОФ — [греч. ᾿Ιουστῖνος Θιλόσοφος] (кон. I нач. II в., г. Флавия Неаполь 165, Рим), мч. (пам. 1 июня), апологет, отец Церкви. Жизнь Мч. Иустин Философ. Роспись ц. свт. Николая мон ря Ставроникита, Афон. Мастера Феофан Критский и Симеон. 1546 г. Мч.… … Православная энциклопедия